φρυγανιά

φρυγανιά
η, Ν
φρυγανισμένη φέτα ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. φρυγανίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρυγανιά — η 1. φέτα ψωμιού ψημένη. 2. είδος γλυκίσματος με φέτες ψωμιού που ποτίστηκαν με γάλα, ψήθηκαν και περιχύθηκαν με σιρόπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοτολέτα — η πλευρά σφαγίου αλειμμένη με κοπανισμένη φρυγανιά και αβγό και τηγανισμένη σε βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cotelette, υποκορ. τού γαλλ. cote «πλευρό, παΐδι»] …   Dictionary of Greek

  • κροκέτα — η σφαιρικό ή κυλινδρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας, κιμά, ψάρι κ.λπ., πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και βουτηγμένο σε χτυπημένο αβγό πριν από το τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croquette < γαλλ. croquet «κριτσανίζω, μασουλώ», λ. που… …   Dictionary of Greek

  • οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω …   Dictionary of Greek

  • πανέ — άκλ. τρόπος παρασκευής φαγητού κατά τον οποίο το κρέας τηγανίζεται, αφού πρώτα επιχριστεί με μίγμα από αβγά, αλεύρι και τριμμένη φρυγανιά («κοτόπουλο πανέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pane (< γαλλ. pain < λατ. panis «ψωμί»)] …   Dictionary of Greek

  • σνίτσελ — το, Ν άκλ. είδος φαγητού κυρίως από μοσχαρήσιο κρέας, το οποίο τηγανίζεται αφού βουτηχθεί σε χτυπημένο αβγό και τριμμένη φρυγανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schnitzel «λεπτό κομμάτι κρέατος»] …   Dictionary of Greek

  • φρυγανιέρα — η, Ν ειδική συσκευή για την παρασκευή φρυγανιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρυγανιά + κατάλ. ιέρα (πρβλ. καφετ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • friganea — FRIGANEÁ, friganele, s.f. Felie de pâine albă muiată în lapte şi ouă, apoi prăjită în grăsime. [var.: frigănéa s.f.] – Din ngr. frighaniá. Trimis de zaraza joe, 23.01.2004. Sursa: DEX 98  friganeá s. f., art. friganeáua, g. d. art. friganélei; …   Dicționar Român

  • τραγάνισμα — το, ατος τρίξιμο στη μάσηση, γριτσάνισμα: Μαλακό τραγάνισμα έχει η φρυγανιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”